- φαμιλίας
- φαμιλίᾱς , φαμιλίαfamiliafem acc plφαμιλίᾱς , φαμιλίαfamiliafem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέρισις — μέρισις, ἡ (Μ) [μερίζω] 1. διαίρεση, μερισμός 2. φρ. «μέρισις φαμιλίας» διανομή κληρονομίας … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
φαμίλια — η / φαμιλία, ΝΜΑ, και φαμιλιά και φαμελιά Ν, και φαμηλία Μ οικογένεια νεοελλ. 1. (ιδίως) η πολυμελής οικογένεια 2. φρ. «πάτερ φαμίλιας» ο αρχηγός τής οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. familia «οικογένεια μαζί με το υπηρετικό προσωπικό»] … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
φτωχοφαμελίτης — ο θηλ. ισσα ο φτωχός οικογενειάρχης, ο αρχηγός φτωχής φαμίλιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)